Οι φίλοι του μπλοκ

Τρίτη 19 Μαΐου 2015

Alkanna graeca subsp. graeca

Οίτη 15-05-2010
φωτογραφία Νίκος Νικητίδης

Alkanna graeca (Boiss. & Spruner 1844) subsp. graeca είναι ενδημικό φυτό με εξάπλωση από την Δ. Μακεδονία και την Θεσσαλία έως την Εύβοια, την Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο.
Βιότοπος: Παρυφές και ανοίγματα θαμνώνων, φρύγανα, άκρες δασών κωνοφόρων ή δρυός, δασικοί δρόμοι, πετρώδεις πλαγιές, λιβάδια σε ποικιλία εδαφικών υποστρωμάτων, σε υψόμετρα 50-2200 μ.
Πολυετές είδος με πασσαλώδη ρίζα και έναν ή περισσότερους ρόδακες φύλλων. 
Φύλλα βάσης λογχοειδή, ακέραια, οξέα. καλυμμένα με πυκνές, σκληρές, μη αδενώδεις τρίχες. Φύλλα βλαστού μικρότερα, ωοειδή-λογχοειδή. Βλαστοί κατακείμενοι, πλάγιοι ή ανορθωμένοι, ακέραιοι ή διακλαδισμένοι.
Άνθη σε κυματώδεις ταξιανθίες, κίτρινα, με σωλήνα βαθύτερου χρώματος. Ανθίζει Μάρτιο - Ιούνιο, ανάλογα με το υψόμετρο.
Ετυμολογία:
Alkanna < από αραβική al-kanne, η ρίζα του χρησιμοποιείται από Άραβες φαρμακοποιούς για την χρωστική al-henna // από την ισπανική alcana hen-na (θάμνος) // από την μεσαιωνική λατινική αλχανά // από την αραβική al-ḥinnā, η χέννα.
graeca < Graecia Γραικία (Ελλάδα).

Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

Papaver albiflorum

Οίτη 15-05-2010
φωτογραφία Νίκος Νικητίδης

Η Papaver albiflorum  [(Elkan) Pacz. 1906] είναι ευρωμεσογειακό φυτό με εξάπλωση στην χώρα από την Στερεά Ελλάδα και βορειότερα. Σχετίζεται με την πολύ μεταβλητή Papaver dubium και κατά καιρούς αναγνωρίζεται ως υποείδος της. Η τελευταία αναθεώρηση από την Ελληνική Βοτανική Εταιρεία την κατατάσσει στο επίπεδο του είδους  (Vascular plants of Greece, an annotated checklist, 2013).
Συνώνυμο: Papaver dubium subsp. albiflorum (Elkan) Dostál
Βιότοπος: διάκενα δασών, θαμνώνες, δρόμοι σε υψόμετρα 0-800 μ.
Ετήσιο ποώδες φυτό με υψός 10-60 εκ. Άνθη λευκά.
Άνθιση: Απρίλιος - Ιούνιος.

Ετυμολογία:
Papaver, -eris < papavara, σανσικριτική λέξη για τον επιβλαβή χυμό (αρχαία ελληνικά, μήκων). 
albiflorum < albus λευκός + flos, floris άνθος.
dubium = αμφίβολο, αβέβαιο.

Οίτη 15-05-2010


Κυριακή 17 Μαΐου 2015

Allium achaium

Οίτη 10-08-2013
φωτογραφία Νίκος Νικητίδης

To Allium achaium Boiss & Orph. 1882 είναι ενδημικό Πίνδου (Κόζιακας), Στερεάς Ελλάδας (Γκιώνα, Βαρδούσια, Τυμφρηστός, Οίτη), Εύβοιας και Πελοποννήσου.
Περιγράφηκε από δείγμα του Θ. Ορφανίδη από το όρος Κλωκός της Αχαΐας, κοντά στην θέση Πέντε Βρύσες.
Βιότοπος: πετρώδεις πλαγιές, ξηρά λιβάδια σε υψόμετρα 1000-2200 μ.
Βολβός ωοειδής, διαμέτρου έως 25 χιλ., με εξωτερικούς χιτώνες κιτρινωπούς έως γκρι-καφέ, διαμήκως χωρισμένους σε ίνες ή λωρίδες,
Βλαστός όρθιος, στρογγυλός, ύψους έως 30 εκ.
Ανθοταξία με έως 45 άνθη, κωδωνοειδή, με λευκό ή ανοιχτό κίτρινο χρώμα και σκούρες  μπορντό νευρώσεις
Ανθίζει Ιούλιο - Αύγουστο.
Ετυμολογία:
Allium < allium (λατιν. Πλίνιος) > άγλις, -ίθος, η κεφαλή ή σκελίδα σκόρδου (σύμφωνα με τον Ottorino Pianigiani, 1845-1926, Ιταλό δικαστή, πολιτικό και γλωσσολόγο).
achaium <Achaia Αχαΐα = αχαϊκό.

Σάββατο 16 Μαΐου 2015

Convolvulus dorycnium

Πατέρας 08-06-2013
φωτογραφία Νίκος Νικητίδης

Ο Convolvulus dorycnium (L. 1750) είναι μεσογειακό φυτό. Στην Ελλάδα εξαπλώνεται στη νότια χώρα και το Αιγαίο.
Θάμνος με στρογγυλό σχήμα, με ύψος μέχρι 1 μέτρο, περίπλοκα διακλαδισμένος.
Βιότοπος: ξηρά λιβάδια, αγροί.
Φύλλα μικρά, στενά, οριζόντια.
Άνθη μονήρη σε κάθε κλάδο.
Στεφάνη 20-15 χιλ. με απαλό προς φωτεινό ρόδινο χρώμα, πιο σκούρο στο κέντρο.
Ανθίζει από τον Μάιο.

Ετυμολογία:
Convolvulus < convólvo (λατιν.) διαπλέκω ==> για τα συχνά άστατα στελέχη των ειδών αυτού του γένους = Κονβόλβουλος
dorycnium < δόρυ + κνάω και κναίω (ξύνω, τρίβω) ==>/ επειδή το φυτό χρησιμοποιήθηκε για να δηλητηριάζει τις λόγχες των δοράτων = δορύκνιον (αναφέρεται από τον Διοσκουρίδη και τον Πλούταρχο).

Πατέρας 08-06-2013

Παρασκευή 15 Μαΐου 2015

Jacobaea abrotanifolia subsp. carpathica

Βόρας 11-07-2009
φωτογραφία Νίκος Νικητίδης


Η Jacobaea abrotanifolia subsp. carpathica [(Herbich) B.Nord. & Greuter 2006] είναι φυτό των Βαλκανίων, της Ουκρανίας και της Πολωνίας. Στην Ελλάδα φύεται μόνο στον Βόρα της Μακεδονίας στα υγρά λιβάδια του και σε υψόμετρα 1800-2500 μ.

Συνώνυμο: Senecio abrotanifolius subsp. carpathicus
Άνθιση καλοκαιρινή.

Ετυμολογία:
Jacobaea < [1] Jacob Ιακώβ, εβραίος γενάρχης [2] San Giacomo Άγιος Ιάκωβος (απόστολος).
abrotanifolia < abrotanum είδος φυτού + folium φύλλο.
carpathica < Καρπάθια όρη // [2] cárpathum δηλητηριώδες φυτό.

Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

Daphne jasminea subsp. jasminea

Γεράνεια 13-04-2013 Κακιά Σκάλα
φωτογραφία Νίκος Νικητίδης

Η Daphne jasminea (Sm. 1809) είναι σπάνιο φυτό, γνωστό μόνο από την Ελλάδα και την Κυρηναϊκή (Λιβύη). Συλλέχτηκε το 1824 από τον Σίμπθορπ (δημιουργό της Flora Graeca) στον Παρνασσό και την κορυφή Δέλφι της Δίρφης.
Στην Ελλάδα φύεται σε λίγες θέσεις της Στερεάς Ελλάδα, της Ανατολικής Πελοποννήσου, της Κρήτης και  της Εύβοιας. 
Το τυπικό υποείδος Daphne jasminea subsp. jasminea φύεται μόνο στην Στερεά Ελλάδα.
Στην Πελοπόννησο και την Κρήτη φύεται το υποείδος Daphne jasminea subsp. jarmilae (Halda 2001), σύμφωνα με την πιο πρόσφατη ταξινόμηση. Οι διαφορές είναι μικρές κι έχουν σχέση με την ισχύ των βλαστών και το χρώμα των ανθέων.
Βιότοπος: Κρημνοί και ορθοπλαγιές, ρωγμές βράχων, συμπαγείς βραχώδεις σχηματισμοί με μέτωπο προς την θάλασσα, σε υψόμετρα (5-) 10-1000 μ. Το φυτό έχει συμπεριφορά χασμόφυτου που φύεται σε σκληρό ασβεστόλιθο.
Ξυλώδης, αειθαλής, μικρός θάμνος, ύψους έως 80 εκ.
Βλαστοί αρχικά πράσινοι, αραιά τριχωτοί, στη συνέχεια γκρίζοι-καστανοί, λείοι.
Φύλλα αντιλογχοειδή έως ελλειπτικά-σπατουλοειδή, δερματώδη, λεία, συχνά γλαυκοπράσινα, με μικρή ακίδα στην απόληξη.
Ταξιανθία με 1-7 άνθη σε πολύ μικρούς ποδίσκους. Άνθη λευκά ή κρεμώδη, υποκίτρινα σε μεγαλύτερη ηλικία, σε τριχωτούς ποδίσκους. Σωλήνας κυλινδρικός, τριχωτός έως λείο.
Άνθιση: από τον Απρίλιο μέχρι τον Αύγουστο, ανάλογα με το υψόμετρο.

Ετυμολογία:
Daphne < δάφνη. Όνομα που έδωσε αυθαίρετα ο Λινναίος σε φυτά που δεν έχουν σχέση με την δάφνη, επειδή τα φύλλα τους μοιάζουνε με της δάφνης (στην οποία έδωσε το λατινικό όνομα Laurus).
jasminea < jsmin, αραβική λέξη για τον ίασμο -γιασεμί = ιασμονοειδής. 
jarmilae < προς τιμήν την Καναδής παλαιοεντομολόγου Jarmila Kukalová-Peck.


Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Phelipanche purpurea

Γεράνεια 13-04-2013 Κακιά Σκάλα
φωτογραφία Νίκος Νικητίδης

Η Phelipanche purpurea [(Jacq.) Soják 1972] είναι ευρωμεσογειακό φυτό με εξάπλωση στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Συνώνυμο: Orobanche purpurea (Jacq. 1762).
Βιότοπος: ξηρά, κάπως βασικά εδάφη, λιβάδια με γκρεμούς, άκρες δρόμων, χλοώδεις θέσεις συνήθως κοντά στη θάλασσα.
Ετήσιο ή πιθανώς διετές είδος. Παρασιτεί σε είδη της οικογένειας Asteraceae.
Τα άνθη μπορούν να επανεμφανιστούν μετά από δεκαετίες απουσίας, υποδηλώνοντας ότι οι σπόροι είναι μακράς διαρκείας ή ότι τα φυτά μπορούν να παραμείνουν χωρίς άνθηση για πολλά χρόνια.

Ετυμολογία:
Phelipanche < φηλός (απατηλός, πανούργος) + άγχω (πνίγω) ==> αναφορά στον παρασιτισμό του είδους που προξενεί βλάβη στα φυτά-ξενιστές.
purpurea = πορφυρή ==> από το χρώμα των ανθέων.
Orobanche < όροβος (λαθούρι) + άν-χω= άγχω (πνίγω) ==> παρασιτικό που «πνίγει» τον όροβο.

Τρίτη 12 Μαΐου 2015

Malabaila aurea

Γεράνεια 13-04-2013 Κακιά Σκάλα
φωτογραφίες Νίκος Νικητίδης

Η Malabaila aurea [(Sm.) Boiss. 1872] είναι φυτό της Ανατολικής Μεσογείου. Έχει ευρεία εξάπλωση στην Ελλάδα, με εξαίρεση την Κρήτη και με αμφίβολη παρουσία στις Κυκλάδες.
Συνώνυμο: Heracleum aureum (Sm.)
Είναι πολυετής πόα, με ύψος από 50 εκ. έως 1 μέτρο και σκληρό, κούφιο και χνουδωτό βλαστό.
Τα φύλλα είναι τα κατώτερα ωοειδή και τα ανώτερα γραμμοειδή-λογχοειδή.
Φύεται σε γεωργικά και μεσογειακά ενδιαιτήματα.
Τα χρυσαφένια άνθη του σχηματίζουν σκιάδιο με 3-9 ακτίνες.
Ανθίζει την άνοιξη.
Ετυμολογία:
Malabaila < γένος αφιερωμένο στον Αυστριακό ιταλικής καταγωγής βοτανικό Emanuel Joseph Malabaila von Canal (1745-1826)
aurea (λατιν.) = χρυσή, χρυσαφένια.




Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

Rumex vesicarius

Γεράνεια 13-04-2013 Κακιά Σκάλα
φωτογραφία Νίκος Νικητίδης

Το Rumex vesicarius (L. 1753) είναι ένα φυτό που στην Ευρώπη υπάρχει αυτοφυές μόνο στην Ελλάδα. Η βασική εξάπλωση του είδους περιλαμβάνει την Δυτική Ασία και την Βόρεια Αφρική και θεωρείται ερημικό είδος Σαχάρας - Αραβίας.
Στην Ελλάδα εντοπίστηκε αρχικά το 1847 στην περιοχή του Ναυπλίου. Στη συνέχεια «χάθηκε» αλλά ξαναβρέθηκε στην ίδια περιοχή το 1978. Τώρα πια είναι γνωστό από λίγες θέσεις στην ΒΑ Πελοπόννησο και την Δυτική Αττική (Λουτράκι, Γεράνεια, Κακιά Σκάλα).
Είχε εντοπιστεί και στην περιοχή των Χανίων στην ΒΔ Κρήτη το 1916, «χάθηκε» και ξαναβρέθηκε το 2008.
Υπάρχει επίσης και μια συλλογή του φυτού από την Ρόδο το 2001.

Βιότοπος: Βραχώδεις θέσεις και δρόμοι κοντά στην θάλασσα και σε υψόμετρα 0-100 μ.
Δίοικο ετήσιο φυτό, ύψους 15-40 εκ. Ταξιανθία αρκετά χαλαρή.
Η κόκκινη εμφάνιση του φυτού σε πλήρη ανάπτυξη οφείλεται στους καρπούς του.
Άνθιση: τέλη Μαρτίου - Μάιος.

Ετυμολογία
Rumex = λάπαθο.
vesicarius < vesica κύστη = αυτός που βοηθάει την λειτουργία της ουροδόχου κύστης.

Κυριακή 10 Μαΐου 2015

Cruciata taurica subsp. euboea

Δίρφυς 28-04-2013
φωτογραφίες Νίκος Νικητίδης

Η Cruciata taurica subsp. euboea [(Ehrend.) Ehrend. 1975] είναι ελληνικό ενδημικό, γνωστό από το όρος Δίρφυς της Εύβοιας, από όπου περιγράφηκε και από μερικές θέσεις στον Χελμό και τον Ολίγυρτο της Βόρειας Πελοποννήσου.
Ημιθαμνώδες φυτό με ισχυρή ξυλώδη βάση και ξυλώδη ρίζα.
Φύλλα 10-25 ελλειψοειδή έως υποκυκλικά, ελαφρώς δερματώδη, άτριχα.
Βιότοπος: πετρώδεις πλαγιές με έντονη κλίση, σάρες και σχισμές βράχων σε υψόμετρα 1000 - 1700 μ.
Ταξιανθία με 5-9 άνθη.
Ανθίζει Μάιο - Ιούνιο.
Περιλαμβάνεται στο Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων των Σπάνιων & Απειλούμενων Φυτών της Ελλάδας (2009) με τον χαρακτηρισμό Τρωτό (VU).

Ετυμολογία:
Cruciata < crux crucis, σταυρός ==> σταυρωτή, σταυροφόρος, επειδή τα αναπαραγωγικά όργανα είναι σε διάταξη σταυρού.
taurica < Ταύρος, οροσειρά της Μικράς Ασίας.
euboea < Εύβοια.



Σάββατο 9 Μαΐου 2015

Leptoplax emarginata

Δίρφυς 28-04-2013
φωτογραφίες Νίκος Νικητίδης

Η Leptoplax emarginata [(Boiss.) O.E. Schulz 1933] είναι ενδημικό φυτό με εξάπλωση στην Εύβοια, την Νότια Πίνδο και διάσπαρτα σε Στερεά Ελλάδα και Θεσσαλία.
Βιότοπος: βραχώδεις πλαγιές, θαμνότοποι με πουρνάρια και θαμνοκυπάρισα (Juniperus), λιβάδια και ανοίγματα κωνοφόρων δασών σε υψόμετρα  400-900 μ. (έως 2000 μέτρα σε ηπειρωτική χώρα).
Πολυετές φυτό με ύψος έως 1 μέτρο
Φύεται σε ηφαιστειογενή οφιολιθικά (σερμπετινικά) πετρώματα.
Άνθη λευκά.
Άνθιση: Μάιος - Ιούνιος.
Ετυμολογία:
Leptoplax < λεπτός + πλαξ (πλακός).
emarginata < ex χωρίς, έξω + márgo (-ginis) κράσπεδο, περιθώριο, άκρο.


Παρασκευή 8 Μαΐου 2015

Coris monspeliensis

Γεράνεια 03-05-2013
φωτογραφίες Νίκος Νικητίδης

Η Coris monspeliensis (L. 1753) είναι είδος της Δυτικής και Κεντρικής Μεσογείου,  σπάνιο για την Ελλάδα, η οποία αποτελεί το ανατολικότερο σημείο εξάπλωσης του φυτού.
Εξάπλωση: Γεράνεια, Στροφυλιά, Λακωνικός κόλπος, Κορινθία, Ζάκυνθος.
Τα φυτά στην Ελλάδα είναι ελαφρώς τριχωτά με ρόδινα άνθη και πιθανώς ανήκουν στο υποείδος 
Coris
 monspeliensis subsp. syrtica [(Murb.) Mascl. (Browicz & Zielinsky 1989).
Βιότοπος: ξηρές, πετρώδεις θέσεις με αραιά, χαμηλά φρύγανα, χαλικώδεις πλευρές μονοπατιών ή χωματόδρομων.
Άνθη: ρόδινα, γαλαζωπά με λευκό λαιμό
Άνθιση: Ανθίζει από τις αρχές Μαΐου.

Ετυμολογία
Coris < Κόρις (κοριός).
monspeliensis < Montpellier, πόλη της Νότιας Γαλλίας.




Πέμπτη 7 Μαΐου 2015

Campanula constantini

Δίρφυς 28-04-2013
φωτογραφίες Νίκος Νικητίδης

Η Campanula constantini, Beauverd & Topali 1937, είναι ορεινό ενδημικό φυτό της Εύβοιας, στα όρη Δίρφυς και Ξεροβούνι.
Βιότοπος: ρωγμές ασβεστολιθικών βράχων, βραχώδεις θέσεις, υποαλπικά ενδιαιτήματα σε υψόμετρα 500-1600 μ.
Πολυετές χασμόφυτο, χνουδωτό, διακλαδισμένο. Στελέχη πολλά, λεπτά, έρποντα.
Τα φύλλα βάσης είναι ωοειδή, σχετικά μικρά και σχηματίζουν ρόδακα.
Στεφάνη με σωλήνα 7-10 χιλ. με απαλό μπλε χρώμα.
Ανθίζει από τα τέλη Απριλίου μέχρι τα μέσα Ιουνίου.
Ετυμολογία:
Campanula < campana (λατιν.) < campanula υποκοριστικό
constantini < αφιερωμένο στον βοτανικό Κωνσταντίνο Τοπάλη




.


Τετάρτη 6 Μαΐου 2015

Lilium candidum

Τέμπη 07-06-2010
φωτογραφίες Νίκος Νικητίδης

Το φαράγγι των Τεμπών είναι ένα από τα τελευταία καταφύγια για τα άγρια φυτά του «κρίνου της Παναγίας». Ο κρίνος αυτός, ιδιαίτερα δημοφιλής από την αρχαιότητα, συλλέγεται σε όλη την Ελλάδα και καλλιεργείται σε κήπους και γλάστρες επί χιλιάδες χρόνια. Έτσι οι αυτοφυείς πληθυσμοί του επιζούν πλέον σε λίγες θέσεις φαραγγιών και βραχωδών τόπων στην Ανατολική Κρήτη, τα Τέμπη, το Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης και την Καστοριά. Πληθυσμοί με λίγα αυτοφυή άτομα υπάρχουν διάσπαρτοι και σε άλλα μέρη της χώρας μας.

Το Lilium candidum (L. 1753) είναι φυτό της Ανατολικής Μεσογείου.
Κοινό όνομα: «κρίνος της Παναγίας», «παρθενόκρινος».
Βιότοπος: πετρώδεις και βραχώδεις θέσεις, κρημνοί, αραιοί θαμνώνες σε υψόμετρα 100-1200 μ.
Βολβώδες φυτό. Βλαστός με φύλλα σε όλο το μήκος του, με τα κατώτερα πολύ μεγαλύτερα να φτάνουν τα 30εκ. και τα ανώτερα πολύ μικρότερα. Άνθη πάνω από 10 στο άνω μέρος του βλαστού, λευκά, εύοσμα, μήκους μέχρι 8εκ. με τέπαλα κυρτά προς τα έξω.
Ανθίζει από τον Μάιο.
Περιλαμβάνεται στο Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων των Σπάνιων & Απειλούμενων Φυτών της Ελλάδας (2009) με τον χαρακτηρισμό Σχεδόν Απειλούμενο (ΝΤ).

Ετυμολογία: 
Lilium < lilium (λατιν.) < Λείριο (Ιπποκράτης, Θεόφραστος).
candidum (λατιν.) = λευκό, πεντακάθαρο ==> αναφορά στο άνθος.



Τρίτη 5 Μαΐου 2015

Astragalus monspessulanus

Παγγαίο 05-06-2010
φωτογραφία Νίκος Νικητίδης

Ο Astragalus monspessulanus (L. 1753) είναι μεσογειακό φυτό, με ευρεία εξάπλωση στην Ελλάδα. 
Βιότοπος: βραχώδεις θέσεις, λιβάδια, θαμνώνες, άκρες δρόμων σε υψόμετρα 0-1200 (-1800) μ.
Πολυετής πόα χωρίς βλαστό και με διακλαδιζόμενη ρίζα.
Φύλλα (3-) 7-20. Φυλλάρια σε 8-18 ζεύγη, σχεδόν κυκλικά έως προμήκη, με αραιές πεπιεσμένες τρίχες στην κάτω επιφάνεια και γυμνά στην πάνω.
Ποδίσκοι ταξιανθίας ίσοι με 1-2 φορές το μήκος των φύλλων. Ταξιανθία ωοειδής ή προμήκης βότρυς, με 7-30 άνθη. Βράκτια 3-10 χιλ. γραμμοειδή-λογχοειδή. Κάλυκας 9-16 χιλ., οι λοβοί ίσοι με το 1/4 έως 3/4 του σωλήνα του κάλυκα. Στεφάνη πορφυρή ή κόκκινη, σπάνια λευκή, πέτασος 20-30 χιλ, λειόχειλος ή με δύο λοβούς στην κορυφή.
Καρπός χέδρωπας, γραμμοειδής, κυλινδρικός, οξύλυκτος, ελαφρά κυρτός, ελαφρά ρυτιδωμένος με αραιές τρίχες έως σχεδόν λείος.
Ανθίζει Απρίλιο - Ιούνιο.

Ετυμολογία:
Astragalus < αστράγαλος (φυτό που αναφέρει ο Διοσκουρίδης) > αστήρ + γάλα ==> από το χρώμα και το σχήμα των ανθέων - οι αρχαίοι πίστευαν ότι η βρώση του φυτού αυξάνει το γάλα των κατσικιών.
monspessulanus < από το λατινικό όνομα Monspessulanus της γαλλικής πόλης Montpellier (Μονπελιέ) στη Νότια Γαλλία.



Δευτέρα 4 Μαΐου 2015

Centaurea raphanina subsp. mixta

Βραυρώνα 22-04-2014 Αττική
φωτογραφίες Νίκος Νικητίδης

Η Centaurea raphanina subsp. mixta [(DC.) Runemark 1967] είναι ενδημική της Νότιας Ελλάδας, Εύβοιας, Σποράδων, Κυκλάδων, Ανατολικού Αιγαίου, (Ψαρά, Ικαρία).
Πολυετές φυτό, με ρίζωμα κονδυλώδες που θυμίζει ραπάνι. Τα φύλλα του συλλέγονται και τρώγονται σαλάτα. 
Δημώδη ονόματα: αλιβαρβάρα, ασκόλυμπρος.
Βιότοπος: πετρώδεις θέσεις, βράχοι, ελαιώνες, θαμνώνες, σε υψόμετρα από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα 2.100 μέτρα.
Άνθη: ρόδινα - πορφυρά.
Άνθιση: Μάρτιος - Ιούλιος
Ετυμολογία:
Centaurea < Centaurus > Κένταυρος (ο Κένταυρος Χείρων ήταν γιατρός και δάσκαλος του Ασκληπιού).
raphanina < ράφανος (ραπάνι), ραπανίσκη.
mixta < misceo αναμιγνύω - ανάμικτη, μικτή.


 


Κυριακή 3 Μαΐου 2015

Dactylorhiza romana

Κέα 14-03-2009 Κυκλάδες
φωτογραφίες Νίκος Νικητίδης

Η Dactylorhiza romana [(Sebastiani. 1813) Soó 1962] είναι ορχιδέα της Ανατολικής Ευρώπης και της Μεσογείου. 
Περιγράφηκε το 1813 από την περιοχή της Ρώμης με αρχικό όνομα Orchis romana.
Είναι η μόνη δακτυλόριζα που φύεται σε χαμηλά υψόμετρα και στη νότια Ελλάδα και τα νησιά.
Λεπτό φυτό, ύψους 10-30 εκατοστών. Φύλλα 3-9 λογχοειδή.
Βιότοπος: φρύγανα, μακκία βλάστηση, αραιά δάση σε υψόμετρα μέχρι 2.000 μέτρα.
Άνθη: συνήθως ροζ- πορφυρά και πιο σπάνια λευκά.
Άνθιση: Μάρτιος - Απρίλιος.

Ετυμολογία:
Dactylorhiza < δάκτυλο + ρίζα = Δακτυλόριζα, από το σκληρό ρίζωμα που είναι χωρισμένο σαν τα δάκτυλα του χεριού.
romana < Roma = της Ρώμης.




Σάββατο 2 Μαΐου 2015

Cephalanthera damasonium

Χελμός 31-05-2008
φωτογραφία Νίκος Νικητίδης

Το Cephalanthera damasonium [(Miller) Druce 1906] είναι ευρασιατική ορχιδέα με ευρεία εξάπλωση στην ηπειρωτική Ελλάδα και στα μεγάλα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Περιγράφηκε το 1768 από την Γαλλία.
Βιότοπος: δάση, σε σκιερές θέσεις, σε υψόμετρα μέχρι 1.800 μέτρα.
Εύρωστο φυτό με ύψος 15-60 εκατοστά. Φύλλα 2-5 επιμήκη ωοειδή, δερματώδη, σκούρα πράσινα.
Άνθη: λευκά, στρόγγυλα, με πορτοκαλί εσωτερικό και κίτρινες ραβδώσεις.

Ετυμολογία:
Cephalanthera < κεφαλή + ανθήρας ==> αναφέρεται στο σχήμα των ανθήρων.
damasonium < δαμασώνιον ==> φυτό που αναφέρει ο Διοσκουρίδης με φύλλα όμοια με το υδρόβιο φυτό «άλισμα».


Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

Fritillaria mutabilis


Ζήρεια 09-05-2012
φωτογραφία Νίκος Νικητίδης

Η Fritillaria mutabilis (Kamari 1991) είναι ενδημική Πελοποννήσου, Στερεάς Ελλάδας, Νότιας Πίνδου και Ιονίου. Περιγράφηκε από τα Βαρδούσια.
Βιότοπος: βραχώδεις πλαγιές με μακία βλάστηση, ορεινά και υποαλπικά λιβάδια, ανοίγματα δασών ελάτης, σε υψόμετρα (400-) 600-2100 μ.
Βολβώδες φυτό, με βολβό διαμέτρου έως 1,5 εκ.
Βλαστός λεπτός, έως 20 εκ. 
Φύλλα 4-7 (-9), πράσινα, λογχοειδή. Τα ανώτερα 2-4 γραμμικά-λογχοειδή
Άνθη ευρέως καμπανοειδή, με ασταθή χρώματα: πράσινο, πράσινο-κιτρινωπό, μοβ-καφέ, κεραμιδί. Νεκτάρια τριγωνικά-ωοειδή ή στενά ωοειδή.
Ανθίζει Απρίλιο - Ιούνιο.

Ετυμολογία:
Fritillaria < fritíllus κύπελλο με το οποίο έριχναν τα ζάρια οι Ρωμαίοι - για το σχήμα του άνθους.
mutabilis = μεταβλητή, ασταθής ==> ως προς ταν χρωματισμό των ανθέων.


Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Erucaria hispanica

Κακιά Σκάλα 10-03-2013 Γεράνεια
φωτογραφία Νίκος Νικητίδης

Η Erucaria hispanica [(L.) Druce 1914] είναι μεσογειακό φυτό με διακεκομμένη εξάπλωση (Ισπανία, Ελλάδα, Συροπαλαιστίνη). Στην Ελλάδα φύεται στη νότια χώρα και το Αιγαίο.
Βιότοπος: καλλιεργημένες πλαγιές, φρύγανα σε υψόμετρα 0-500 μ.
Ετήσιο ή περιστασιακά διετές φυτό, 20-50 εκ. Βλαστός διακλαδισμένος από την βάση,
Πέταλα σε απαλό λιλά χρώμα.
Άνθιση: Μάρτιος - Μάιος.

Ετυμολογία:
Erucaria < Eruca + -aria (επίθημα σχετικότητας).
hispanica < Ισπανία.
Eruca < αρωματικό φυτό (είδος κράμβης) που αναφέρεται από τον Οράτιο και άλλους Λατίνους συγγραφείς.